- επικαθίημι
- ἐπικαθίημι (Α)1. προσδίδω, προσαρμόζω κάτι2. βάζω μέσα σε κάτι, παρεισάγω3. επιρρίπτω κάτι σε κάποιον4. αφήνω κάτι να πέσει5. κατεβάζοντας κλείνω6. κόβω ή κεντώ ξανά7. τοποθετώ, πατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-ίημι «ρίχνω κάτω»].
Dictionary of Greek. 2013.